αναγκερός

αναγκερός
η , ό
1) см. αναγκεμένος 1; 2) неплодородный; приносящий мало доходов (о винограднике, огороде); 3) требующий расходов (о детях)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αναγκερός" в других словарях:

  • αναγκερός — ή, ό 1. άνθρωπος τής ανάγκης, πάμπτωχος 2. (για χωράφια, κτήματα κ.λπ.) ο μη αποδοτικός, άφορος, άγονος 3. αυτός που προκαλεί δαπάνες, προξενεί βλάβες, ασθένειες κ.ά., ο ζημιογόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάγκη + ερός] …   Dictionary of Greek

  • ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»